Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ

(το επίκαιρο, βραβευμένο ποίημα του Τάσου Λαμπρόπουλου στους πανελλήνιους ποιητικούς αγώνες Δελφών - αγαπητού φίλου και συμμαθητή μου)

Είναι ένα ξέφωτο μες το πυκνό το δάσος
που αγριολούλουδα ανθίζουν
και πασχαλιές μοσχοβολάνε
τις όμορφες ημέρες του Απρίλη

Προχθές σ’ αυτό το δάσος προχωρούσα
θα ‘ναι μιάμιση ώρα με το πόδι απ’ τις Αιγές
όταν γλυκιά κι αρμονική φωνή
νέου αγοριού στ’ αφτιά μου έφτασε

Όλος προφύλαξη σύρθηκα ως εκεί
ανάμεσα στους θάμνους και στα σχοίνα
ανοίγοντας κλαδιά και με τα δυο μου χέρια
ώσπου έβλεπα με μάτια ορθάνοιχτα μπροστά μου

Δεκάχρονο ξανθόμαλλο αγόρι
στη ρίζα ενός κορμιού γερμένο
φλόγα κι Ολύμπιο φως το πρόσωπο του ήταν
και με σφιγμένη τη γροθιά μονολογούσε:

-Εγώ ο Αλέξανδρος απ’ τη Μακεδονία
ορκίζομαι στον Ηρακλή, στο Φοίβο και στο Δία
πως όταν γίνω Βασιλιάς, τον κόσμο αυτό θα ενώσω
Απ’ τις Ηράκλειες Στήλες, ως τα βάθη της Ασίας
σαν άλλος Κύρος θα βαδίσω, στην άκρη της Περσίας
με σύνεση, δικαιοσύνη κι αρετή
τη χώρα μου κι εμένα θα δοξάσω
Μέσα στις μάχες το θάνατο δεν θα φοβάμαι
το θεϊκό Αχιλλέα στη γενναιότητα θα φτάσω
ο κόσμος κι η ιστορία σαν θεό θα με θυμάται…

Αυτά έλεγε κι εγώ κοιτούσα σαστισμένος
Το πρόσωπο του έλαμπε
χρυσίζαν τα μαλλιά του
κι αυτά τα μάτια θα ορκιζόμουν δεν ήτανε παιδιού

Ήρθα σ’ αυτό το ξέφωτο επάνω στο βουνό
Δώδεκα χρόνια έπειτα που είδα το παιδί
-που είναι τώρα βασιλιάς μου- το Δία να ικετέψω
να τον προσέχει, κι η ευχή του ας βγει αληθινή

Ήπια προσαρμογή

Στο ταξίδι μας, ο κόσμος σαν δυο μέρες εκδρομή μήτε δάφνες μήτε δυόσμος μια περίεργη οσμή Γύρω βλέπαμε μαχαίρια δίχως λόγο σκοτωμούς κι αιμα...