Στον κόσμο που ξημέρωσες ξεκλείδωσες μια πόρτα
κι οι μεντεσέδες τρίζανε σαν πήγες να διαβείς
Στο πέρασμα ψηλάφησες, διακόπτη που για φώτα
κι οι κόρες σου, μεγάλωσαν κι έτσι έμαθες να ζεις
Σε πόλεμους χανόσουνα συχνά μες στους αιώνες
και λαβωμένος έβγαινες με δάφνες νικητής
Με Λωτοφάγους έμπλεκες, Σειρήνες, Λαιστρηγόνες
κι απ' το μηδέν γεννιότανε και ένας ποιητής
Σ' ένα "cafe" στο διάβα σου μπήκες να ξαποστάσεις
κι η συνοικία έμοιαζε στην πόλη της, νεκρή
Και φιμωμένοι πέρναγαν τηρώντας αποστάσεις
ανθρώποι που δε νιώσανε την ανθισμένη γη
Δεν ήξερες... και άπλωσες εγκάρδια το χέρι
και πήρες για απάντηση στο μπράτσο μιά αγκωνιά...
Κι από ένστικτο ψαχούλεψες στη ζώνη σου μαχαίρι
και μια Σειρήνα μέσα σου ξυπνούσε το φονιά...
Ο ουρανός σκοτείνιασε, με μπόρες κι εκδικείται
αυτό δεν το συνήθιζε ποτέ ο Αττικός
Και πριν ρωτήσεις αρχηγός στο κράτος ποιος ηγείται
με τεστ στην απομόνωση σερνώσουν "θετικός"
Δεν ήξερες... και άπλωσες εγκάρδια το χέρι
και πήρες για απάντηση στο μπράτσο μιά αγκωνιά...
Κι από ένστικτο ψαχούλεψες στη ζώνη σου μαχαίρι
και μια Σειρήνα μέσα σου ξυπνούσε το φονιά...